νερουλιασμένος

νερουλιασμένος
η , ο , νερουλός, ή , ό
1) водянистый; жидкий; 2) перен. дряблый, вялый (о мышцах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νερουλιασμένος" в других словарях:

  • νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… …   Dictionary of Greek

  • τσιρλιάρικος — η, ο, Ν [τσιρλιάρης] 1. τσιρλιάρης 2. μτφ. υδαρής, νερουλιασμένος («τσιρλιάρικα σταφύλια») …   Dictionary of Greek

  • νερουλιάζω — νερουλιάζω, νερούλιασα, νερουλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανερούλιαστος — η, ο αυτός που δεν είναι νερουλιασμένος: Τα βερίκοκα ήταν ώριμα, αλλά ανερούλιαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερουλιάζω — νερούλιασα, νερουλιασμένος 1. αμτβ., γίνομαι νερουλός. 2. είμαι ή γίνομαι πλαδαρός (όχι σφιχτοδεμένος): Νερουλιασμένα μπράτσα. 3. μτφ., δεν είμαι γερός, στέρεος, σωστός, δεν μπορώ να σκεφτώ, ανοηταίνω: Νερούλιασε το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερουλός — ή, ό ο νερουλιασμένος, ο αραιός, αλλ. αχαμνός: Ηκρέμα του παιδιού είναι νερουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιρλιάρικος — η, ο 1. τσιρλιάρης (βλ. λ.). 2. μτφ., νερουλιασμένος: Τσιρλιάρικα σταφύλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»